- συγκλέπτουσι
- συγκλέπτωsteal along withpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)συγκλέπτωsteal along withpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκλέπτω — Α 1. κλέβω από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.) 2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek